προεκπινω

προεκπινω
    προεκπίνω
    προ-εκπίνω
    (ῑ) раньше выпивать, отпивать
    

(ἥμισυ μέρος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προεκπινω" в других словарях:

  • προεκπίνω — Α πίνω κάτι ολόκληρο, καταπίνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο τού ποτηριού»] …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»